πραγματοποιημένος

πραγματοποιημένος
η , ο[ν] осуществлённый, выполненный, реализованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πραγματοποιημένος" в других словарях:

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • ενέργημα — το (AM ἐνέργημα) 1. έργο, πράξη 2. ο πραγματοποιημένος σκοπός …   Dictionary of Greek

  • πραγματοποιούμαι — πραγματοποιούμαι, πραγματοποιήθηκα, πραγματοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πραγματοποιώ — πραγματοποίησα, πραγματοποιήθηκα, πραγματοποιημένος, κάνω κάτι πραγματικό, κατορθώνω, πετυχαίνω, μεταβάλλω σχέδιο ή σκέψη σε πραγματικότητα: Δουλεύοντας σκληρά προσπαθεί να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»